ωσμωτικός

ωσμωτικός
και εσφ. τ. οσμωτικός, -ή, -ό, Ν [ώσμωση]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώσμωση («ωσμωτικά φαινόμενα»)
2. φρ. α) «ωσμωτική πίεση»
(βιολ.-φυσ.-χημ.) η διαφορά πίεσης που δημιουργείται μεταξύ δύο διαμερισμάτων που περιέχουν διαλύματα διαφορετικών συγκεντρώσεων τής ίδιας ουσίας στον ίδιο διαλύτη και τα οποία διαχωρίζονται από ημιπερατή μεμβράνη που επιτρέπει την διέλευση μόνον τών μορίων τού διαλύτη
β) «υδατική και ωσμωτική ρύθμιση»
φυσιολ. ο έλεγχος τού όγκου τού περιεχόμενου στον οργανισμό νερού καθώς και ο έλεγχος τού όγκου και τής σύνθεσης τών σωματικών υγρών
γ) «ωσμωτικό δυναμικό»
(βιολ.-φυσ.-χημ.) η παράμετρος τού υδατικού δυναμικού που λαμβάνει υπ' όψιν της την συγκέντρωση τών εν διαλύσει υλικών στα κύτταρα, αλλ. δυναμικό διαλύτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”